- γύμνωμα
- τό1) обнажение, оголение; 2) раздевание; 3) на- гота, обнажённость; 4) перен. обирание, грабёж, ограбление; 5) мор. расснащение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γύμνωμα — το 1. το γδύσιμο, το ξεγύμνωμα. 2. αρπαγή, λεηλασία: Το γύμνωμα του νησιού οφειλόταν στην πειρατεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύμνωμα — το [γυμνώνω] η γύμνωση … Dictionary of Greek
γύμνωση — η το γύμνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)